Ενώ αυτή την περίοδο η εκπαίδευση θεωρείται διεθνώς ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες ανάπτυξης και ενισχύεται με πολλούς τρόπους, στην Ελλάδα οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση είναι απελπιστικά χαμηλές (π.χ. το 1956/57 αποτελούν το 1,8% του ΑΕΠ).
Το τεράστιο εκπαιδευτικό έλλειμμα της Ελλάδας της δεκαετίας του 1950 επιβεβαιώνεται από την απογραφή του 1951: το 15% των παιδιών σχολικής ηλικίας δεν φοιτά καθόλου στο σχολείο, το 30% των παιδιών 6-12 ετών δεν ολοκληρώνει το 6χρονο υποχρεωτικό δημοτικό σχολείο, ενώ το 32,4% του πληθυσμού της χώρας είναι αναλφάβητο.
Η μαζική πτώση των ποσοστών φοίτησης των μαθητών οφειλόταν στη δομή του εκπαιδευτικού συστήματος που προέβλεπε εξαετή στοιχειώδη εκπαίδευση και εισιτήριες εξετάσεις από τη μια βαθμίδα στην άλλη. Πολλοί μαθητές δεν κατάφερναν να εισαχθούν στο γυμνάσιο και τερμάτιζαν την εκπαιδευτική τους πορεία με το απολυτήριο του δημοτικού.
Τα διαρκώς αυξανόμενα προβλήματα διογκώνονταν από τη λεγόμενη μαθητική εισφορά (που έπρεπε να καταβληθεί κάθε χρόνο για την εγγραφή του μαθητή σε σχολείο κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας), από το ότι τα βιβλία-ακόμα και του ΟΕΣΒ-πληρώνονταν από τους μαθητές, καθώς και από τις σοβαρότατες ελλείψεις σε υποδομές και προσωπικό.
Το 1957 η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή συγκρότησε ειδική Επιτροπή Παιδείας με σκοπό τη μελέτη και την αντιμετώπιση των προβλημάτων της εκπαίδευσης. Η επιτροπή διαπίστωσε:
- μεγάλη μαθητική διαρροή,
- πληθωρικές τάξεις,
- ελλείψεις σε διδακτικό προσωπικό,
- άνιση κατανομή σχολείων στις περιοχές της χώρας,
- πτώση επιπέδου σπουδών,
- απαρχαιωμένα προγράμματα σπουδών,
- μη εξασφάλιση του υποχρεωτικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης.
Με την απογραφή του 1961 η κατάσταση της ελληνικής εκπαίδευσης εξακολουθεί να είναι αδιέξοδη: από τους 6.887.000 κατοίκους της Ελλάδας άνω των 10 ετών οι 1.220.000 ήταν αναλφάβητοι και οι 2.031.600 δεν είχαν τελειώσει το δημοτικό (περίπου οι μισοί Έλληνες δεν γνώριζαν να γράφουν, να διαβάζουν και να κάνουν τις βασικές αριθμητικές πράξεις).
Πλέον το αίτημα για δομικές εκσυγχρονιστικές αλλαγές στην εκπαίδευση ωριμάζει στην κοινωνία και εμφανίζεται ως αδήριτη ανάγκη.
Έτσι το 1961 γίνεται η πρώτη -μετά το 1939- προσπάθεια σύνταξης νέων αναλυτικών προγραμμάτων, ενώ στις 15 Δεκεμβρίου 1962 η ΟΛΜΕ και η ΔΟΕ κατεβαίνουν σε απεργία με αιτήματα την αύξηση των δαπανών για την εκπαίδευση και την αύξηση των μισθών των εκπαιδευτικών. Η απεργία αυτή κράτησε είκοσι ημέρες (από 19/1 έως 7/2 του 1963) και έληξε με πολιτική επιστράτευση.
Το 1964 ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, προκειμένου να δείξει το ενδιαφέρον της κυβέρνησής του για την εκπαίδευση, ανέλαβε ο ίδιος το Υπουργείο Παιδείας και ανέθεσε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση (που είχε αποφασιστεί) στον Ευάγγελο Παπανούτσο, τον πιο σημαντικό και προοδευτικό από τους παιδαγωγούς της δεκαετίας του 1960.
Με τη μεταρρύθμιση του 1964:
- Ο προϋπολογισμός για την εκπαίδευση αυξήθηκε κατά 40%.
- Το εξαετές γυμνάσιο χωρίστηκε στα δύο (σε τριετές γυμνάσιο και τριετές λύκειο), για να αυξηθούν τα χρόνια φοίτησης από 6 του δημοτικού σε 9 (με τα 3 του γυμνασίου).
- Καταργήθηκαν οι εξετάσεις από το δημοτικό προς το γυμνάσιο (παρέμειναν από το γυμνάσιο προς το λύκειο).
- Καθιερώθηκε η δωρεάν εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες, με την κατάργηση κάθε οικονομικής επιβάρυνσης μαθητών και φοιτητών.
- Η δημοτική έγινε η γλώσσα διδασκαλίας και η γλώσσα των βιβλίων στο δημοτικό σχολείο, αν και προβλεπόταν η εξοικείωση των μαθητών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με την καθαρεύουσα στο Γυμνάσιο και το Λύκειο.
- Ιδρύθηκε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο το 1965 με σκοπό, μεταξύ άλλων, την έρευνα των εκπαιδευτικών προβλημάτων.
Παράλληλα καθιερώθηκαν τα μαθητικά συσσίτια (είχαν αρχίσει από το 1946), ειδικά στις ορεινές περιοχές, όπου μετά τον πόλεμο οι πληθυσμοί υπέφεραν από φτώχεια.
Το 1965, με υπουργική απόφαση, οι ποδιές των μαθητριών από μαύρες έγιναν μπλε, «στο χρώμα του ουρανού μας» και καταργήθηκε το μαθητικό πηλήκιο.
Με την πολιτειακή κρίση των «Ιουλιανών» όμως, το 1965, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια δεν πρόλαβε να γίνει πραγματικότητα.
Στην περιοχή του Θέρμου αυτή την περίοδο κατασκευάστηκαν πολλά σχολικά κτίρια (Θέρμου, Αβαρίκου, Μαχαλά, Δουνέικων, Δρυμώνα, Κόνισκας, Κόφτρας, Μέγα Δένδρου, Πούλιανης) και λειτουργούσαν σχολεία σχεδόν σε όλα τα χωριά, τα οποία ήταν κατά κανόνα μονοθέσια.
Μάλιστα λειτουργούσαν και νυχτερινά σχολεία σε κάποια χωριά (π.χ. Ανάληψη, Αμβρακιά), κυρίως για τα κορίτσια που δεν είχαν τελειώσει το δημοτικό, ώστε να αποκτήσουν και αυτά απολυτήριο.