Εισαγωγή
Οι αρχαίοι Έλληνες ασχολήθηκαν συστηματικά με την εκπαίδευση των νέων εστιάζοντας το ενδιαφέρον τους τόσο στη φυσική όσο και στην πνευματική τους καλλιέργεια. Ιδιαίτερα κατά την περίοδο των κλασικών χρόνων (479-323 π.Χ.) η ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών θα πετύχει την ταύτιση του ανθρώπινου και της παιδείας σε πολύ υψηλό επίπεδο. Ο Πλάτωνας, για παράδειγμα, έχοντας ως κύριο αντικείμενο της φιλοσοφίας του την παιδεία (Ακαδημία Πλάτωνα 387 π.Χ.) επιδιώκει την τελειοποίηση του ανθρώπου μέσα από τη σωστή διαπαιδαγώγηση και ο Αριστοτέλης συλλαμβάνει την ηθικοπαιδαγωγική έννοια του κράτους στο έργο του «Προτρεπτικόν».
Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους (323-30 π.Χ.) η εκπαίδευση γνωρίζει μια πρωτοποριακή ανάπτυξη σε όλες τις βαθμίδες, αποκτά δωρεάν χαρακτήρα και στοχεύει σε έναν ολιστικά πεπαιδευμένο άνθρωπο, ενώ κατά τη ρωμαϊκή εποχή (146 π.Χ.- 330 μ.Χ) συντελείται η οριστική μετουσίωση της παιδείας σε μια εκπαίδευση γραφέων. Κλασική παραμένει η παιδεία κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων (4ος αι. μ.Χ.-1453) αποτελώντας τη συνέχιση της ελληνιστικής μορφωτικής παράδοσης.
Η περίοδος της Τουρκοκρατίας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για τη σύγχρονη Ελλάδα μιας και κατά τη διάρκειά της διαμορφώνονται οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις του νεοελληνικού κράτους. Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα κατά τους τελευταίους αιώνες (19ο & 20ο αι.) φαίνεται να υποκύπτουν σε μια αυστηρή κομματική λογική, διακρίνονται από δογματισμούς, προχειρότητα σχεδιασμού, βιαστική εφαρμογή και αδυναμία προσδιορισμού εκτίμησης στόχων. Θα λέγαμε ότι την περίοδο αυτή το εκπαιδευτικό σύστημα βρέθηκε εγκλωβισμένο ανάμεσα στην προσπάθεια προετοιμασίας επιτυχημένων πολιτών και στην αναπαραγωγή μιας πολιτικής-εθνικής ιδεολογίας (Κοντάκος, 2007).
Η εκπαίδευση στην Ελληνική Έννομη Τάξη από την απελευθέρωση μέχρι δικτατορία του ‘67
Η εκπαίδευση αναγνωρίστηκε συνταγματικά για πρώτη φορά στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση που έγινε στην Τροιζήνα το Μάιο του 1827. Αρκετά χρόνια αργότερα στο Σύνταγμα που κατάρτισε η Α’ Εθνική Συνέλευση (1844) ορίστηκε ότι οι δαπάνες για τη λειτουργία των σχολείων βαρύνουν το κράτος, το οποίο οφείλει να προσφέρει τη βοήθειά του τους δήμους (άρθρο 11). Στο Σύνταγμα του 1911 η διάταξη σχετικά με την εκπαίδευση διατυπώθηκε βελτιωμένη καθιστώντας τη στοιχειώδη υποχρεωτική εκπαίδευση δωρεάν.
Το Σύνταγμα του 1925 (άρθρο 21) ορίζει την επιστήμη και την τέχνη καθώς και τη διδασκαλία αυτών ελεύθερη, καθιστά υποχρεωτική την εξαετή στοιχειώδη εκπαίδευση και τη θέτει υπό την εποπτεία του κράτους. Τέλος καθορίζει υπεύθυνους για τις δαπάνες λειτουργίας των εκπαιδευτηρίων το κράτος, τους δήμους και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Στο Σύνταγμα του 1926 συμπεριλήφθηκε αυτούσια η προηγούμενη διάταξη του άρθρου 21, ενώ στο Σύνταγμα του 1927 διατυπώθηκε η δυνατότητα ίδρυσης εκπαιδευτηρίων από ιδιώτες και νομικά πρόσωπα, με την προϋπόθεση να λειτουργούν σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους.
Στο Σύνταγμα του 1952 ορίζεται ο διαχωρισμός της εκπαίδευσης σε τρεις βαθμίδες: τη στοιχειώδη, τη μέση και την ανώτατη. Στις δύο κατώτερες βαθμίδες η διδασκαλία στοχεύει στην ηθική και πνευματική αγωγή των νέων. Στο ίδιο κείμενο καθορίζεται η αυτοδιοίκηση των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και η δυνατότητα ιδιωτών που δεν έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα καθώς και νομικών προσώπων να ιδρύουν εκπαιδευτήρια.
Στην πραγματικότητα το Σύνταγμα της δικτατορίας (1968-1973) έχει ελάχιστη νομική αξία μιας και χαρακτηρίζεται από έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης. Παρ’ όλα αυτά θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε κάποια στοιχεία για να συνεχίσουμε τη σύντομη ιστορική μας αναδρομή. Σύμφωνα με το άρθρο 17 του Α’ Κεφαλαίου (β΄ μέρος) η παιδεία βρίσκεται υπό την εποπτεία του κράτους και παρέχεται με δαπάνες του. Στόχοι της είναι η παροχή ηθικής και πνευματικής αγωγής και η ανάπτυξη της ηθικής συνείδησης των νέων με βάση τις αρχές του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Τέλος, το συγκεκριμένο Σύνταγμα καθορίζει τη σύσταση εθνικού συμβουλίου για την παιδεία, το οποίο έχει ως έργο να ορίσει και να προσδιορίσει τις γραμμές της εθνικής πολιτικής, σχετικά με αυτή.
Το δικαίωμα στην εκπαίδευση
Με την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του ανθρώπου (1948), τη Σύμβαση κατά των Διακρίσεων στην Παιδεία-εκπαίδευση (1960), το Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά δικαιώματα (1966) και τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του παιδιού (1989), η παιδεία ως ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα προστατεύεται πλέον από το διεθνές δίκαιο στα πλαίσια πολυμερών διεθνών συμβάσεων και από τον οργανισμό Διεθνούς Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Πουλής, 2001). Στο άρθρο 26 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του ανθρώπου γίνεται μνεία για το δικαίωμα της εκπαίδευσης στο οποίο πρέπει να έχει πρόσβαση κάθε άτομο.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η νομική κατοχύρωση του δικαιώματος του ανθρώπου στην παιδεία υπεγράφη στο πρωτόκολλο του 1952. Όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 του συγκεκριμένου κειμένου «Κανένας άνθρωπος δεν επιτρέπεται να στερηθεί το δικαίωμα εκπαίδευσης. Κατά την άσκηση οποιωνδήποτε λειτουργιών, τις οποίες το κράτος αναλαμβάνει ως σχετιζόμενες με την εκπαίδευση και τη διδασκαλία, πρέπει να είναι σεβαστό το δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίσουν εκπαίδευση και διδασκαλία σύμφωνες προς τις προσωπικές τους θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις»(Lenhart, 2006).
Η εκπαίδευση μέσα από το Σύνταγμα της Ελλάδας στη μεταπολίτευση
α) Το Σύνταγμα του 1975
Μετά την πτώση της δικτατορίας και την ομαλοποίηση του πολιτικού βίου της χώρας όλες οι παρατάξεις κινήθηκαν προς την κατεύθυνση μιας ουσιαστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Όπως είναι φυσικό κατά την περίοδο της εφταετίας συσσωρεύτηκαν πολλά εκπαιδευτικά προβλήματα, που παρέμειναν άλυτα και ζητούσαν άμεση αντιμετώπιση. Κατά τον Ι. Χαραλαμπάκη (1980:28): «Βαθύτερα αντικρίζοντας το αίτημα της εκπαιδευτικής αλλαγής, διαφαινόταν ένα πλέγμα από λόγους πολιτικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς, τεχνικούς, επιστημονικούς, ψυχολογικούς και άλλους που ζητούσαν μια μεταρρύθμιση με βαθιές αλλαγές για τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος».
Στο νέο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 (7 Ιουνίου ΙΒ΄ Ψήφισμα της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων), το οποίο ισχύει αναθεωρημένο μέχρι σήμερα, διατυπώθηκε η κοινή απαίτηση όλων για σωστή και πολύπλευρη εκπαίδευση. Σύμφωνα με το άρθρο 16 §2 του Συντάγματος αυτού η παιδεία «αποτελεί βασική αποστολήν του Κράτους, έχει δε ως σκοπόν της την ηθικήν, πνευματικήν, επαγγελματικήν και φυσικήν αγωγήν των Ελλήνων, την ανάπτυξην της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως και την διάπλασην αυτών ως ελευθέρων και υπευθύνων πολιτών». Στο ίδιο άρθρο §4 αναφέρεται ότι όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της στα δημόσια σχολεία και ότι το Κράτος υποχρεώνεται να ενισχύει τους σπουδαστές που διακρίνονται καθώς και εκείνους που χρήζουν βοηθείας ή ειδικής προστασίας, ανάλογα με τις ικανότητές τους και στην παράγραφο §3 ότι τα έτη της υποχρεωτικής εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι λιγότερα από εννέα (Χατζηστεφανίδης, 1990). Η γενική φιλοσοφία του Συντάγματος σχετικά με την παιδεία αποτυπώνεται στην παράγραφο §1 του άρθρου 16 όπου η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες, η δε ανάπτυξή και προαγωγή αυτών αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Στην ίδια παράγραφο αναφέρεται ότι η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν το άτομο από την υποχρέωση να υπακούει στο Σύνταγμα.
Με την ανώτατη εκπαίδευση ασχολείται η παράγραφος §5 του άρθρου 16. Σύμφωνα με αυτήν η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα εν λόγω ιδρύματα που λειτουργούν υπό την εποπτεία του Κράτους, δύνανται να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και οφείλουν να λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς των. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δύναται να πραγματοποιηθεί και κατά παρέκκλιση οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης, όπως ορίζει ο νόμος. Στην ίδια παράγραφο με ειδικό νόμο ορίζονται όσα αφορούν τους φοιτητικούς συλλόγους και τη συμμετοχή των σπουδαστών σε αυτούς.
Στο καθηγητικό και το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό αφιερώνεται η παράγραφος §6 του άρθρου 16. Σύμφωνα με αυτήν οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα, με τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος. Τα σχετικά με την κατάσταση του παραπάνω προσωπικού καθορίζονται από τους οργανισμούς των οικείων ιδρυμάτων. Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν παύονται από τη θέση τους προτού λήξει, σύμφωνα με το νόμο, ο χρόνος υπηρεσίας τους παρά μόνο με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 88 §4 και ύστερα από απόφαση συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, όπως ο νόμος ορίζει. Τέλος, νόμος ορίζει το όριο ηλικίας των καθηγητών των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Μέχρι να εκδοθεί ο νόμος αυτός οι καθηγητές που υπηρετούν αποχωρούν αυτοδικαίως μόλις λήξει το ακαδημαϊκό έτος μέσα στο οποίο συμπληρώνουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους.
Στην παράγραφο §7 αναφέρεται ότι η επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Κράτος μέσα από σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις εν λόγω σχολές. Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Κράτος (§8), τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ’ αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους. Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο §9 ο αθλητισμός προστατεύεται από το Κράτος, το οποίο έχει και την ανώτατη εποπτεία. Αυτό επιδοτεί και ελέγχει όλων των ειδών τα αθλητικά σωματεία, όπως ορίζει ο νόμος. Νόμος ορίζει επίσης τη διάθεση των ενισχύσεων που παρέχονται κάθε φορά στις επιχορηγούμενες ενώσεις σύμφωνα με τον προορισμό τους.
Καταλήγοντας θα λέγαμε ότι το Σύνταγμα του 1975 θεωρεί την παιδεία κοινωνικό και όχι μόνο ατομικό δικαίωμα, όπως συνέβαινε με τα προηγούμενα Συντάγματα της χώρας. Το γεγονός αυτό φαίνεται να πηγάζει από τις σύγχρονες αντιλήψεις για την οργάνωση του κράτους, οι οποίες έκαναν την εμφάνισή τους κάτω από την πίεση των νεώτερων κοινωνικοπολιτικών μεταβολών (Χρυσόγονος, 2002). Έτσι το φιλελεύθερο μοντέλο μεταρρύθμισης υιοθετείται και στην Ελλάδα έστω και με κάποια καθυστέρηση. Σύμφωνα με αυτό το σχολείο είναι ο σημαντικότερος παράγοντας κοινωνικοποίησης και πολιτικοποίησης του ατόμου, το οποίο επίσης συμβάλλει καθοριστικά στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη (Μπουζάκης, 2005). Δυστυχώς όμως οι συντηρητικές απόψεις παραμένουν και μαζί τους ο εθνικός, θρησκευτικός και ηθικοπλαστικός ρόλος του σχολείου.
β) Οι αναθεωρήσεις του Συντάγματος του 1975
Το Σύνταγμα του 1975 που καθιέρωσε για πρώτη φορά την Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και αποτέλεσε τη βάση για το σημερινό πολίτευμα της Ελλάδας, αναθεωρήθηκε τρεις φορές μέχρι σήμερα. Πιο αναλυτικά στις 12 Μαρτίου του 1986 τίθεται σε ισχύ το αναθεωρημένο Σύνταγμα 1975/86 μεταφρασμένο ολόκληρο στη δημοτική γλώσσα (ΣΤ΄ Αναθεωρητική Βουλή). Η συγκεκριμένη αναθεώρηση περιορίζει πολλές αρμοδιότητες και εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας ενισχύοντας έτσι το Κοινοβουλευτικό σύστημα και καθιερώνει την αρχή της δεδηλωμένης.
Στις 6 Απριλίου του 2001 τίθεται σε ισχύ το αναθεωρημένο Σύνταγμα 1975/1986/2001, το οποίο απασχόλησε τρεις διαδοχικές Βουλές (1993, 1996 και Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή). Τροποποιήθηκαν συνολικά 79 άρθρα του Συντάγματος. Το αναθεωρημένο Σύνταγμα εισάγει νέα ατομικά δικαιώματα, νέους κανόνες διαφάνειας στην πολιτική ζωή, αναδιοργανώνει τη λειτουργία της Βουλής και ενισχύει το αποκεντρωτικό σύστημα της χώρας. Αν και υπήρξε ευρεία συναίνεση για την αναμόρφωση του καταστατικού μας χάρτη, η αναθεώρηση περιορίστηκε σε θεσμικές αλλαγές ελάσσονος πολιτικής σημασίας (Μανιτάκης, 2001). Και στις δύο παραπάνω αναθεωρήσεις του Συντάγματος (1986/2001) δεν υπήρξε καμία αλλαγή σχετικά με τα θέματα παιδείας. Το άρθρο 16 παρέμεινε ως είχε.
Στις 27 Μαΐου του 2008 η Η΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων ψήφισε την πιο περιορισμένη αναθεώρηση στη συνταγματική ιστορία της χώρας. Αυτή θεωρείται μάλλον ατελής για το λόγο ότι από το σύνολο των προτεινόμενων προς αναθεώρηση διατάξεων αναθεωρήθηκαν μόνο τέσσερις. Όσον αφορά την παιδεία τα βασικά σημεία συζήτησης του άρθρου 16 υπήρξαν οι παράγραφοι 5,6,7 και 8 για τη δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων. Όπως αναφέρει ο Δοξιάδης (2014) για να μπορέσει να μετασχηματιστεί η χώρα μας σε μια κοινωνία παραγωγών και πολιτών με κριτική και δημιουργική σκέψη, θα χρειαστούν μεγάλες αλλαγές στη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση, ενώ παράλληλα θα χρειαστούν νέου τύπου σχολές, που δεν μπορούν να προκύψουν μέσα από το ελληνικό Δημόσιο. Κατά τον ίδιο: «το άρθρο 16 συμπυκνώνει όλον τον κομματικό κρατισμό της μεταπολίτευσης που εχθρευόταν κάθε μεθοδική κριτική ανάλυση, κάθε έφεση για ρίσκο και καινοτομία, κάθε νησίδα αριστείας, και τελικά κάθε παραγωγική δραστηριότητα».
Επίλογος
Αντί άλλου επίλογου θα ήθελα να παραθέσω την πρόταση του Ν. Αλιβιζάτου (2007) για την αναμόρφωση του άρθρου 16. Η πρώτη παράγραφος παραμένει ως έχει, ενώ η παράγραφος §2 διαμορφώνεται ως εξής: «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και αποβλέπει στη διάπλαση ελεύθερων ανθρώπων και υπεύθυνων πολιτών». Στην παράγραφο §3 η λέξη φοίτηση αντικαθίσταται από τη λέξη εκπαίδευση και στην παράγραφο §4 εκτός από τους Έλληνες που έχουν δικαίωμα στη δωρεάν παιδεία προστίθενται και όσοι διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα. Οι παράγραφοι §5 και §6 έχουν συγχωνευτεί σε μία (§5) που την παραθέτουμε αυτούσια: «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα, δημόσια και μη, το ιδιαίτερο καθεστώς και οι τύποι των οποίων ορίζονται με νόμο. Τα ιδρύματα αυτά αυτοδιοικούνται, στο πλαίσιο του νόμου, σύμφωνα με οργανισμό που τα ίδια εισάγουν. Την εποπτεία τους ασκεί ανεξάρτητη αρχή. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, οργάνωση και λειτουργία της αρχής αυτής, στην αποκλειστική αρμοδιότητα της οποίας ανήκουν ιδίως η αδειοδότηση, η αξιολόγηση και η πιστοποίηση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, η κατανομή σε αυτά των κρατικών πιστώσεων, καθώς και ο έλεγχος της οικονομικής διαχείρισής τους». Η παράγραφος §7 έχει απαλειφθεί εντελώς και η παράγραφος §8, η σχετική με την ίδρυση ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, που γίνεται §6 διαμορφώνεται ως εξής: «Ιδιώτες και νομικά πρόσωπα έχουν το δικαίωμα να ιδρύουν και να λειτουργούν ιδιωτικά εκπαιδευτήρια με άδεια της αρχής. Νόμος ορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος αυτού, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ’ αυτά, καθώς και και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού τους προσωπικού». Τέλος, η παράγραφος §9 που αναφέρεται στον αθλητισμό παίρνει τον αριθμό §7 και δε δέχεται καμία αλλαγή.
Η παραπάνω πρόταση μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση. Η ίδρυση, βέβαια, ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, ούτε να βοηθήσει επαρκώς τη δημόσια εκπαίδευση να αντιμετωπίσει τα δικά της. Απαραίτητη είναι η ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστήμιου και η απαλλαγή του συνόλου του εκπαιδευτικού συστήματος από τα κομματικά βαρίδια και τις πολιτικές σκοπιμότητες. Έτσι μόνο θα μπορέσουμε να συμβαδίσουμε και με τα άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Lenhart, V. (2006). Παιδαγωγική των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Μτφρ. Ε. Γεμενετζή). Αθήνα: Gutenberg.
Αλιβιζάτος, Ν. (2007). Πέρα από το 16. Τα πριν και τα μετά. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Δερβιτσιώτης, Α. (2001). Πίνακας Συνταγματικής Ιστορίας. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα
Δοξιάδης, Α. (2014). Μην ξεχάσουμε το άρθρο 16. Ανακτήθηκε από: http://www.kathimerini.gr/782786/opinion/epikairothta/politikh/mhn-3exasoyme–to-ar8ro-16
Κοντάκος, Α. (2007). Χρονολόγιο Ιστορίας της Εκπαίδευσης. Αθήνα: Ατραπός
Μανιτάκης, Α. (2001). Το Σύνταγμα της Ελλάδος 1975/1986/2001. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα.
Μπουζάκης, Σ. (2005). Εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα: Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια. Γενική και Τεχνικοεπαγγελματική Εκπαίδευση: Μεταρρυθμιστικές προσπάθειες 1959, 1964, 1976/77, 1985, 1997/98 (Τόμος Β΄ – 4η έκδ.). Αθήνα: Gutenberg.
Πουλής, Π. Ε. (2001). Εκπαιδευτικό Δίκαιο και Θεσμοί. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε.
Χαραλαμπάκης, Ι. (1980). Το Ελληνικό Εκπαιδευτικό Σύστημα. Αθήνα: αυτοέκδοση.
Χατζηστεφανίδης, Θ. (1990). Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης (1821- 1986) (2η έκδ.) Αθήνα: Δημ. Ν. Παπαδήμα.
Χρυσόγονος, Κ. (2002). Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε.
Πηγή: curia.gr