Ι. 1833-1929
Ἀμέσως μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Ὄθωνα στὴν Ἑλλάδα (Ἰανουάριος 1833), ἡ Ἀντιβασιλεία ἄρχισε μὲ γρήγορους ρυθμοὺς νὰ θέτει τὶς βάσεις ἑνὸς σύγχρονου κράτους ἐγκαθιστώντας τὸν διοικητικό του μηχανισμὸ καὶ τὸ πλαίσιο λειτουργίας του.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ὀργάνωση τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος ποὺ θὰ ἴσχυε
στὴν Ἑλλάδα, οἱ σχετικὲς διαδικασίες κινήθηκαν μὲ ἀργοὺς μᾶλλον ρυθμούς,
ἐντὸς τοῦ προκαθορισμένου –τουλάχιστον ἀπὸ τὸ 1832– θεωρητικοῦ πλαισίου,
τὸ ὁποῖο προέβλεπε τὸ ἀκόλουθο ἐκπαιδευτικὸ δίκτυο: σχολεῖα τοῦ λαοῦ ἢ δημοτικά, ἑλληνικὰ σχολεῖα, γυμνάσια καὶ πανεπιστήμιο, καὶ τὸ ὁποῖο στηριζόταν σὲ βαυαρικὰ πρότυπα.
Συγκεκριμένα, ἡ Ἀντιβασιλεία κατὰ τὸ α΄ ἑξάμηνο τοῦ 1833 ἔστρεψε τὸ ἐνδιαφέρον της στὴ συγκέντρωση πληροφοριῶν γιὰ τὴν κατάσταση τῆς δημόσιας ἐκπαιδεύσεως, ἀλλὰ καὶ στὴ διατύπωση προτάσεων γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό. Παράλληλα προσπαθοῦσε νὰ ἐξασφαλίσει οἰκονομικοὺς πόρους ποὺ ἦταν ἀπαραίτητοι γιὰ τὴν ὑλοποίηση τοῦ προγράμματός της, καὶ αὐτοὺς τοὺς ἀναζήτησε στὴ μοναστηριακὴ περιουσία διὰ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου, τὸ ὁποῖο θὰ «προικιζόταν» μὲ ἔσοδα ἀπὸ τὴν ἐκποίηση τῆς περιουσίας τῶν διαλυομένων μοναστηρίων.
Στὴ συνέχεια, καὶ μετὰ τὴν κατ’ οὐσίαν ἀπόρριψη τοῦ σχεδίου ποὺ εἶχε συντάξει ἡ διορισμένη ἐπιτροπή, ἡ Ἀντιβασιλεία ἔριξε τὸ βάρος της τόσο στὴν ἐξεύρεση διδακτικοῦ προσωπικοῦ γιὰ τὶς σχολικὲς μονάδες ποὺ θὰ ἱδρύονταν ὅσο
καὶ στὴν προώθηση τῶν διαδικασιῶν γιὰ τὴν ἐξεύρεση πόρων.
Παράλληλα, μετὰ τὶς προκαταρκτικὲς ἐνέργειες καὶ τὴ συλλογὴ τῶν σχετικῶν
πληροφοριῶν, ἀρχίζουν νὰ συγκεκριμενοποιοῦνται οἱ διαδικασίες καὶ νὰ λαμβάνονται ἐκεῖνες οἱ ἀποφάσεις ποὺ θὰ συντείνουν στὴν ἐγκαθίδρυση –τουλάχιστον σὲ θεωρητικὸ πεδίο– τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ δικτύου.